θανασιμος

θανασιμος
    θανάσιμος
    θᾰνάσιμος
    2
    (νᾰ)
    1) смертный, сулящий смерть
    

(μόρος Eur.; τύχαι Aesch.)

    2) смертельный, губительный, убийственный
    

(φάρμακα Eur., Plut.; νόσημα Plat., Arst.)

    3) ядовитый
    

(δήγματα Arst.; θηρία Polyb.; θανάσιμόν τι πίνειν NT.)

    θανάσιμα δάκνειν Diod. — причинить смертельный укус

    4) несущий или причинивший смерть
    

(χείρωμα Soph.; πέσημα Soph.; βλάβη Plat.)

    5) смертоносный
    

(πέπλος, sc. Νέσσου Soph.; βέλος Plut.)

    6) вызванный (чьей-л.) смертью, проникнутый скорбью об умершем
    

(γόος Aesch.)

    7) близкий к смерти, умирающий
    

ἤδη θ. Plat. — он уже умирает

    8) умерший, мертвый
    

θανάσιμον ἀνδρὸς αἷμα Aesch. — кровь убитого;

    Ἅιδου θανάσιμοι οἰκήτορες Soph. — усопшие жители Гадеса


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "θανασιμος" в других словарях:

  • θανάσιμος — deadly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανάσιμος — η, ο (AM θανάσιμος, ον) [θάνατος] αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο θανατηφόρος (α. «θανάσιμο τραύμα» β. «θηρία θανάσιμα» ερπετά με θανατηφόρο δηλητήριο) νεοελλ. 1. (για κακή πράξη ή αδίκημα) ασυγχώρητος, βαρύτατος 2. το αρσ. ως ουσ. ο θανάσιμος… …   Dictionary of Greek

  • θανάσιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που επιφέρει θάνατο: Θανάσιμο τραύμα. – Διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. 2. ασυγχώρητος: Θανάσιμο σφάλμα. 3. αμείλικτος: Θανάσιμος εχθρός. – Τον μισεί θανάσιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θανασιμώτατον — θανάσιμος deadly masc acc superl sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασίμως — θανάσιμος deadly adverbial θανάσιμος deadly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανάσιμον — θανάσιμος deadly masc/fem acc sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασιμώτερα — θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασίμοις — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασίμοισιν — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασίμου — θανάσιμος deadly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανασίμους — θανάσιμος deadly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»